υπερλίπωση

υπερλίπωση
[-ις (-εως)] η мед. ожирение

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "υπερλίπωση" в других словарях:

  • υπερλίπωση — η, Ν ιατρ. τοπική ή καθολική αύξηση τού λιπώδους ιστού τού σώματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < υπερ * + λίπος. Η λ., στον λόγιο τ. ὑπερλίπωσις, μαρτυρείται από το 1876 στον Θεοδ. Αφεντούλη] …   Dictionary of Greek

  • υπερλίπωση — η υπερβολική αύξηση τοπική ή καθολική του λιπώδους ιστού του σώματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»